αγρέας

αγρέας
ο
είδος πεταλούδας που χρησιμοποιείται σαν δόλωμα για τη σύλληψη μικρών πτηνών, το λαμπινέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγρεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”